παραμετρώ — παραμετρῶ, έω, ΝΑ μετρώ αρχ. 1. μετρώ με βάση κάτι άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο 2. μετρώ με τη χρήση γνώμονα 3. μετρώ με ειδικό μέτρο 4. παρέχω γνώμονα για μέτρηση 5. ορίζω κατανάλωση, δαπάνη 6. παραδίδω κάτι αφού τό μετρήσω 7.… … Dictionary of Greek
παραμέτρησις — ἡ, Α [παραμετρώ] 1. σύγκριση, παραβολή 2. μέτρηση, καταμέτρηση με τη χρήση γνώμονα, κανόνα 3. διανομή, μοίρασμα … Dictionary of Greek
παραμετρητής — ο, ΝΑ, και παραμετρητήρας Ν όργανο ειδικό για μετρήσεις, καταμετρητής νεοελλ. όργανο για την ακριβή μέτρηση τών διαστάσεων διαφόρων τεμαχίων εξαρτημάτων σε λεπτούς μηχανισμούς, όπως είναι τα ρολόγια, τα όπλα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμετρώ. Η λ.… … Dictionary of Greek
παραμετρητικός — ή, όν, Α [παραμετρώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμέτρηση … Dictionary of Greek
συμπαραμετρώ — έω, ΜΑ μετρώ συγχρόνως («συμπαραμετρεῑται δὲ πάντως κατά τὸ σιωπώμενον καὶ ὁ χρόνος», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραμετρῶ «μετρώ, παραβάλλω, συγκρίνω»] … Dictionary of Greek