παραμετρῶ

παραμετρῶ
παραμετρέω
measure
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παραμετρέω
measure
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
παραμετρέω
measure
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παραμετρέω
measure
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραμετρώ — παραμετρῶ, έω, ΝΑ μετρώ αρχ. 1. μετρώ με βάση κάτι άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω κάτι με κάτι άλλο 2. μετρώ με τη χρήση γνώμονα 3. μετρώ με ειδικό μέτρο 4. παρέχω γνώμονα για μέτρηση 5. ορίζω κατανάλωση, δαπάνη 6. παραδίδω κάτι αφού τό μετρήσω 7.… …   Dictionary of Greek

  • παραμέτρησις — ἡ, Α [παραμετρώ] 1. σύγκριση, παραβολή 2. μέτρηση, καταμέτρηση με τη χρήση γνώμονα, κανόνα 3. διανομή, μοίρασμα …   Dictionary of Greek

  • παραμετρητής — ο, ΝΑ, και παραμετρητήρας Ν όργανο ειδικό για μετρήσεις, καταμετρητής νεοελλ. όργανο για την ακριβή μέτρηση τών διαστάσεων διαφόρων τεμαχίων εξαρτημάτων σε λεπτούς μηχανισμούς, όπως είναι τα ρολόγια, τα όπλα κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμετρώ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • παραμετρητικός — ή, όν, Α [παραμετρώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμέτρηση …   Dictionary of Greek

  • συμπαραμετρώ — έω, ΜΑ μετρώ συγχρόνως («συμπαραμετρεῑται δὲ πάντως κατά τὸ σιωπώμενον καὶ ὁ χρόνος», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραμετρῶ «μετρώ, παραβάλλω, συγκρίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”